θυσιαστηρίῳ

θυσιαστηρίῳ
θυσιαστήριον
altar
neut dat sg
θυσιαστήριος
sacrificial
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυσιαστηρίωι — θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • олтарь — ОЛТАР|Ь (245), Ѧ с. ἀλτοριον 1.Сооружение в форме стола, служащее для принесения жертв, жертвенник: отъ кръве авела правьдьнааго. до кръве захариа с҃на варахина. ѥгоже ѹбисте межѫ ѡлтарьмь и цр҃квью. (μετοξυ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ϑυσιαστηρίου) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συμμερίζομαι — ΝΜΑ, και ως ενεργ. συμμερίζω ΜΑ [μερίζω / ομαι] μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, συμμετέχω (α. «συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου» β. «οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «συμμερίζομαι τη γνώμη [ή την… …   Dictionary of Greek

  • ACCESSUS AD ALTARE — ACCÉSSUS AD ALTÁRE [лат. приближение к престолу], название одного из моментов литургии верных, когда священнослужители приступают к престолу и готовят себя к совершению Евхаристии чтению анафоры и Причащению. В большинстве богослужебных традиций… …   Православная энциклопедия

  • Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script …   Wikipedia

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”